- Μπάουχαους
- (Bauhaus, από τις γερμανικές λέξεις Bau = κατασκευή και Haus = κατοικία). Έτσι ονομαζόταν η κρατική σχολή της αρχιτεκτονικής της Βαϊμάρης, το κτίριο της οποίας είχε σχεδιάσει το 1905 ο Χένρι βαν ντε Βέλντε, ο οποίος αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνσή της. Την ίδια ονομασία διατήρησε η νέα σχολή Αρχιτεκτονικής και Εφηρμοσμένων Τεχνών, που αναδιοργάνωσε το 1919 και διηύθυνε ο διάδοχος του βαν ντε Βέλντε, Βάλτερ Γκρόπιους, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον μεγάλο δούκα της Σαξονίας – Βαϊμάρης, πριν από την ανατροπή του αυτοκρατορικού καθεστώτος της Γερμανίας. Κατά την αναδιοργάνωση της σχολής, ο Βάλτερ Γκρόπιους συνένωσε την Ακαδημία Καλών Τεχνών με τη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης, αποβλέποντας στη συγκέντρωση γύρω από την αρχιτεκτονική όλων των εικαστικών τεχνών. Κάτω από τη διεύθυνση του η σχολή έγινε γρήγορα κέντρο ακτινοβολίας της μοντέρνας τέχνης με τον μεγάλο αριθμό των καλλιτεχνών πρώτης τάξης που προσκαλούσε για να διδάξουν (χρονολογικά δίδαξαν ο Γιοχάννες Ίτεν, ο Λύονελ Φάινινγκερ, ο Γκέρχαρντ Μαρκς, ο Άντολφ Μάγερ, ο Πάουλ Κλέε, ο Όσκαρ Σλέμερ ο Βασίλι Καντίνσκι, ο Λάζλο Μόχολι-Νάγκι) και με την παιδαγωγική κατεύθυνση που αποσκοπούσε στη συνένωση των δημιουργικών και των εκτελεστικών ικανοτήτων. «Το Μ.», έγραφε ο Γκρόπιους «έχει την πρόθεση να συντονίσει όλες τις δημιουργικές προσπάθειες, με σκοπό να συνενώσει όλες τις τεχνικές και καλλιτεχνικές δυνάμεις μέσα σε μια καινούρια αρχιτεκτονική. Ο τελικός, αν και μακρινός ακόμα, σκοπός του Μ. είναι το «συλλογικό έργο τέχνης», το κτίριο στο οποίο όλοι οι φραγμοί μεταξύ των τεχνών της κατασκευής και της διακόσμησης θα έχουν καταργηθεί». Διδακτέα ύλη ήταν η κατεργασία της πέτρας, του ξύλου, των μετάλλων, των χρωστικών υλών, η κεραμική, η υφαντουργία. Ακολούθησε η διδασκαλία των γραφικών τεχνών, της φωτογραφίας και της σκηνογραφίας. Το 1925, μετά τις επιθέσεις εναντίον της σχολής, που με τη δημιουργία νέων και αξιόλογων βιομηχανικών προϊόντων αντιστρατευόταν τα συμφέροντα των βιομηχάνων, ο Γκρόπιους τη μετέφερε στο Ντεσάου, αποδεχόμενος σχετική πρόσκληση των τοπικών αρχών. Εκεί κατόρθωσε να οικοδόμησει ένα ειδικά σχεδιασμένο κτίριο, το οποίο αποτέλεσε πρότυπο της σύγχρονης διεθνούς αρχιτεκτονικής για το απέριττο κάλλος και τη λειτουργικότητά του σε σχέση με τον παιδαγωγικό προσανατολισμό του: το Μ. του Ντεσάου είχε χαρακτήρα κοινοτικό, διεθνιστικό, αντιρομαντικό και υπερατομικό. Γύρω από το κεντρικό οίκημα κατασκευάστηκαν 20 εργαστήρια-κατοικίες και διάφορα υπηρεσιακά κτίρια για το διδακτικό προσωπικό και τους σπουδαστές. Νέοι δάσκαλοι προστέθηκαν στους παλιούς (ο Χάνες Μέγερ, ο Μαρσέλ Μπρόουερ, ο Γιόσεφ Άλμπερς, ο Χέρμπερτ Μπέγερ κ.ά.), μερικοί από τους οποίους υπήρξαν σημαντικοί πρωτοπόροι της μοντέρνας τέχνης. Το Μ. του Ντεσάου έγινε σε λίγα χρόνια κέντρο εντατικής καλλιτεχνικής δημιουργίας και παραγωγής προτύπων και σχεδίων για εκατοντάδες κτίρια και αντικείμενα κοινής χρήσης βιομηχανικής κατασκευής, και θεμελίωσε το σύγχρονο βιομηχανικό μορφολογικό σχέδιο. Και σήμερα ακόμα πολλά κοινά αντικείμενα σε όλον τον κόσμο ακολουθούν μορφές οι οποίες δημιουργήθηκαν στα χρόνια των ερευνών του Μ. Οι αυξανόμενες δυσκολίες ανάγκασαν τον Γκρόπιους να εγκαταλείψει τη σχολή το 1928. Τον ακολούθησαν ο Μπρόουερ, ο Μπέγερ και ο Μόχολι-Νάγκι. Αντικαταστάτες του στη διεύθυνση της σχολής ήταν ο Χάνες Μέγερ και από το 1930, ο Λούντβιχ Μίες βαν ντερ Ρόε· το 1933 οι ναζιστές διέκοψαν τη λειτουργία του Μ. Προσπάθειες αναβίωσης της παράδοσης και του παραδείγματος του Μ. έγιναν στην Αμερική μετά την έξοδο από τη Γερμανία των μεγαλύτερων καλλιτεχνών της (στο Σικάγο, στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και στη Νέα Υόρκη). Μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο ανάλογη πρωτοβουλία ανάλαβε στην Ουλμ ο αρχιτέκτονας και γλύπτης Μαξ Μπιλ.
Dictionary of Greek. 2013.